Τι δουλειά έχω ‘γώ, ένας νεαρός, άβγαλτος, φοβισμένος και ιδρωμένος λευκός άνθρωπος καθισμένος κάτω απ’ τη σκιά ενός μπαομπάμπ βαμμένου κόκκινου απ’ τη σκόνη που σηκώνουν τα φορτηγά και τα μηχανήματα που πηγαινοέρχονται κάτω απ’ τον καυτό τροπικό ήλιο;
Τι δουλειά έχω ‘γώ, ανάμεσα στους μαύρους που με προσπερνάνε δειλά-δειλά και μόλις απομακρυνθούν φωνάζουν και γελάνε γιατί με βρίσκουν περίεργο πλάσμα, αταίριαστο και παρείσακτο στο δικό τους κόσμο;
Και πώς γίνεται να αδιαφορούν πλήρως για το δικό τους χάλι -γιατί έτσι βρίσκω εγώ το πλακουτσωτό τους πρόσωπο, τα διογκωμένα χείλη, τα σκισμένα ρούχα, τις λερές σαγιονάρες που σέρνουν με τα πόδια τους…
Υπάρχει μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει στον τρόπο ζωής, τη νοοτροπία, την αισθητική, τις αξίες… Αυτό είναι βέβαιο. Όμως αυτοί είναι στον τόπο τους, έτσι έμαθαν να ζουν κι έτσι θα συνεχίσουν. Κι αισθάνονται μια χαρά και με τον εαυτό τους και με τα ρούχα τους και με τα φαγητά τους.
Εγώ όμως τι θέλω στη ζούγκλα, στα μαρεκάζ, στην μπρούσα, στο μαρσέ; Πως βρέθηκα εδώ; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)