ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ | ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ
Σε κάποιο μουντό φιόρδ της νορβηγικής υπαίθρου, στα τέλη του 19ου αιώνα, η κυρία Άλβινγκ ετοιμάζεται με τη συνδρομή του οικογενειακού φίλου, πάστορα Μάντερς, να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο στη μνήμη του νεκρού συζύγου της. Ταυτόχρονα, υποδέχεται τον γιο της, Όσβαλντ, που επιστρέφει μετά από καιρό στην οικογενειακή εστία. Το πρόσωπο που δεν εμφανίζεται στο έργο, όμως ρίχνει βαριά τη σκιά του στο παρόν και το μέλλον όλων, είναι ο νεκρός Άλβινγκ. Οι αποκαλύψεις, τόσο του διεφθαρμένου οικογενειακού παρελθόντος όσο και της κοινωνικής υποκρισίας, θα είναι για όλους καταστροφικές, αφού κανείς δεν είναι αθώος.
Η κυρία Άλβινγκ υπήρξε ερωτευμένη με τον πάστορα και έκλεινε τα μάτια στις ατασθαλίες του συζύγου της, ενώ ο Μάντερς εκπροσωπούσε πάντα την υποκριτική χριστιανική ηθική. Ο νεαρός Όσβαλντ, που η ασθένειά του παρουσιάζεται σαν συνέπεια των πατρικών σφαλμάτων, επιδιώκει να εγκλωβίσει την υπηρέτρια του σπιτιού, Ρεγκίνε, αντιμετωπίζοντάς την ως σανίδα σωτηρίας. Ο Γιάκομπ, αφελής εκ πρώτης όψεως, εκμεταλλεύεται τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει, είτε πρόκειται για τη ζωή της κόρης του είτε για τη μνήμη της πεθαμένης γυναίκας του, ενώ η Ρεγκίνε απολαμβάνει το ενδιαφέρον του Όσβαλντ, προκειμένου να ξεφύγει από τη μίζερη καθημερινότητά της.
Στους Βρικόλακες, που παρουσιάζονται σε αναθεωρημένη εκδοχή της εξαίρετης μετάφρασης της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ από τα νορβηγικά, ο Ίψεν εξετάζει το δικαίωμα του ανθρώπου στην ευτυχία, σε μια κοινωνία υποταγμένη σε απαρχαιωμένες ιδέες και ηθικούς κώδικες. Με μια δομή που παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία, ο Νορβηγός δραματουργός εμφανίζει τους πάσης φύσεως «βρικόλακες» του παρελθόντος και του παρόντος να κατακλύζουν το σπίτι των Άλβινγκ και να οδηγούν στην αναπόφευκτη καταστροφή των πάντων. Πρόσωπα βουτηγμένα στα σκοτάδια του νου τους επιζητούν μια «ανύψωση» στον ήλιο, σε ένα αριστούργημα του παγκόσμιου θεάτρου που, προκαλώντας μεγάλο σκάνδαλο στην εποχή του, παρακολουθεί την αέναη, απελπιστική και αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου.